- ψαλτικός
- -ή, -ό / ψαλτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ψάλλω]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτικήη τέχνη τού ιεροψάλτη4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαλτικάη χρηματική αμοιβή τού ψάλτη εκκλησίας5. φρ. «βγήκαν τα ψαλτικά»μτφ. ανταμείφθηκα για τους κόπους μουαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδων μουσικών οργάνων2. το θηλ. ως ουσ. το παίξιμο έγχορδου μουσικού οργάνου3. φρ. «ψαλτικὸν ὄργανον» — έγχορδο μουσικό όργανο Αθήν..επίρρ...ψαλτικά Νμε τραγουδιστό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.